Greek Meaning of scuttle
ντουλάπι
Other Greek words related to ντουλάπι
- χτύπημα
- καταδίωξη
- οδήγηση
- μύγα
- βιάσου
- πήδα
- αγώνας
- τρέχω
- βιασύνη
- σκούτερ
- σπεύδω
- ταχύτητα
- ταξίδι
- τροχασμός
- φερμουάρ
- βαρέλι
- ζώνη
- έκρηξη
- φλόγα
- μπουλόνι
- μπολ
- αεράκι
- δέσμη
- φασαρία
- βούισμα
- γέρνω
- Καριέρα
- μάθημα
- βέλος
- παύλα
- καλπασμός
- Λαγός
- επιταχύνω
- γεια
- Χάιμπολ
- καμπούρα
- ρίχνω
- χυμάω
- φασαρία
- τζετ
- τρέξιμο
- κινητήρας
- δαγκάνοντας
- Γούνα
- κριός
- σκίζω
- Πύραυλος
- Θρόισμα
- βήμα
- πάτα το
- δάκρυ
- δίνη
- Αβγοδάρτης
- ζουμ
- Φύγε
- κάνω πλάκα (για)
- Γρήγορα τώρα
- Πήγαινε στα κομμάτια
- επιταχύνω
- σκαθάρι
- σφαίρα κανονιού
- να καλύψω την απόσταση
- αιωρούνται
- ξεπερνάω
- ξεπερνάω
- Ξεπερνάω
- προσπερνώ
- επιταχύνω
- τρέχω
- μπόρα
- πάλη
- σπριντ
- συνωστισμός
- βγαίνει
- σερί
- φυτό
- σφυρίζω
- hotfoot
- Κούνα το πόδι σου
Nearest Words of scuttle
Definitions and Meaning of scuttle in English
scuttle (n)
container for coal; shaped to permit pouring the coal onto the fire
an entrance equipped with a hatch; especially a passageway between decks of a ship
scuttle (v)
to move about or proceed hurriedly
scuttle (n.)
A broad, shallow basket.
A wide-mouthed vessel for holding coal: a coal hod.
A quick pace; a short run.
A small opening in an outside wall or covering, furnished with a lid.
A small opening or hatchway in the deck of a ship, large enough to admit a man, and with a lid for covering it, also, a like hole in the side or bottom of a ship.
An opening in the roof of a house, with a lid.
The lid or door which covers or closes an opening in a roof, wall, or the like.
scuttle (v. i.)
To run with affected precipitation; to hurry; to bustle; to scuddle.
scuttle (v. t.)
To cut a hole or holes through the bottom, deck, or sides of (as of a ship), for any purpose.
To sink by making holes through the bottom of; as, to scuttle a ship.
FAQs About the word scuttle
ντουλάπι
container for coal; shaped to permit pouring the coal onto the fire, an entrance equipped with a hatch; especially a passageway between decks of a ship, to move
χτύπημα,καταδίωξη,οδήγηση,μύγα,βιάσου,πήδα,αγώνας,τρέχω,βιασύνη,σκούτερ
σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,καθυστερώ,τσιμπάω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),αργός περίπατος,τριγυρνώ,καθυστέρηση,τριγυρνάω
scutter => Πατίνι, scutiped => Σκουτιγέρα, scutigeridae => Σκουτιγερίδες, scutigerella immaculata => Scutigerella immaculata, scutigerella => Σκουτιζέλλα,