Greek Meaning of fast-forwarding
Γρήγορη προώθηση
Other Greek words related to Γρήγορη προώθηση
- Επιταχυνόμενος
- προελαύνοντας
- ερχομένων
- ρυθμός
- διαδικασία
- υπερβολική ταχύτητα
- προοδευτικός
- προσεγγίζοντας
- κάνει
- οδήγηση
- Σφυρηλάτηση
- πηγαίνω
- ταξιδεύοντας
- πορεία
- πλησιάζοντας
- περνώντας
- ωθώντας
- επισκευή
- ταξίδι
- ταξιδεύω
- έρχεται
- τα πηγαίνω καλά
- παίρνω
- συνεχίζοντας
- Φεύγω
- ενεργοποιημένος
- διέρχομαι
- επιτακτικός
- προωθητική
- τρέξιμο
- ελικοειδής
- παίρνοντας έξω
- αποκλεισμός
- έλεγχος
- καθυστέρηση
- ανακοπή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- διακόπτωντας
- εμποδίζοντας
- εναπομείναν
- Καθυστερημένος
- όρθιος
- στάση
- Επιβράδυνση (κάτω ή πάνω)
- διαμονή
- Ριζοποίηση
- συναρπαστικός
- αντίσταση
- παύοντας
- κράτηση
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- παύση
- καταπιεστικός
- στάση
- Υποανάπτυξη
- αναμονή
- συγκράτηση
- κατασταλτικός
- τσίμπημα
- παλινδρόμηση
- κράμπες
Nearest Words of fast-forwarding
Definitions and Meaning of fast-forwarding in English
fast-forwarding
a state or an instance of rapid advancement, to advance (a magnetic tape) using the fast-forward of a tape player, to bypass (something, such as a commercial) by fast-forwarding, a function of an electronic device that advances a recording at a higher than normal speed, to advance rapidly especially in time, to proceed rapidly forward especially in time, a state of rapid advancement, to advance a magnetic tape using the fast-forward, to advance (a tape) at a high speed
FAQs About the word fast-forwarding
Γρήγορη προώθηση
a state or an instance of rapid advancement, to advance (a magnetic tape) using the fast-forward of a tape player, to bypass (something, such as a commercial) b
Επιταχυνόμενος,προελαύνοντας,ερχομένων,ρυθμός,διαδικασία,υπερβολική ταχύτητα,προοδευτικός,προσεγγίζοντας,κάνει,οδήγηση
αποκλεισμός,έλεγχος,καθυστέρηση,ανακοπή,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,διακόπτωντας,εμποδίζοντας,εναπομείναν,Καθυστερημένος
fast-forwarded => επιταχυνόμενος, fast-forward => προώθηση γρήγορης, fastens => δένει, fastening (on) => στερέωση (ενεργοποίηση), fastened (on) => στερεωμένο (σε),