Greek Meaning of fast-tracking
επιτάχυνση
Other Greek words related to επιτάχυνση
- καθυστέρηση
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- συγκρατημένος
- Καθυστερημένος
- φρενάρισμα
- επιβραδυνόμενο
- παρεμβαίνω (σε)
- (επιβράδυνση)
- συναρπαστικός
- έλεγχος
- επιβαρυντικός
- Κούτσαινε
- δεσμώτης
- στάση
- στάση
- δέσιμο
- συγκράτηση
- κρατώντας
- περιορισμός (σε)
- διαμονή
- αλυσοδένοντας
- περιοριστικός
- Περιορισμός
- δεσμευτικό
- καταπραϋντικό
- δέσιμο
Nearest Words of fast-tracking
- fast-tracked => επιταχυνόμενη
- fast-track => γρήγορη λωρίδα
- fast-talks => μιλάει γρήγορα
- fast-talking => Λαμυρός
- fast-talker => Αρβυλόγιαννος
- fast-talked => μιλάμε γρήγορα
- fast-talk => Γρήγορη ομιλία
- fast-forwards => γρήγορη προώθηση
- fast-forwarding => Γρήγορη προώθηση
- fast-forwarded => επιταχυνόμενος
- fast-tracks => γρήγορα μονοπάτια
- fat cats => χοντρές γάτες
- fat-cat => Πλούσιος καπιταλιστής
- fates => μοίρες
- father (on) => πατέρας (σε)
- father figures => Πατρικές φιγούρες
- father image => Πατρική φιγούρα
- father images => εικόνες πατέρα
- fathered (on) => πατέρας (σε)
- fathering (on) => πατρότητα (πάνω)
Definitions and Meaning of fast-tracking in English
fast-tracking
of, relating to, or moving along a fast track, to speed up the processing, production, or construction of in order to meet a goal, a course of expedited consideration or approval, of, relating to, or being a construction procedure in which work on a building begins before designs are completed, of or relating to authority granted to the President of the U.S. by Congress that allows the President to negotiate trade agreements which Congress must confirm or reject in their entirety, to speed up the processing or production of in order to meet a goal, a course leading to rapid advancement or success
FAQs About the word fast-tracking
επιτάχυνση
of, relating to, or moving along a fast track, to speed up the processing, production, or construction of in order to meet a goal, a course of expedited conside
Επιταχυνόμενος,ωθώντας,βιαστικός,Δέσμευση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,άρον άρον,βιαστικά,επιτάχυνση,επείγον
καθυστέρηση,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,συγκρατημένος,Καθυστερημένος,φρενάρισμα,επιβραδυνόμενο,παρεμβαίνω (σε),(επιβράδυνση)
fast-tracked => επιταχυνόμενη, fast-track => γρήγορη λωρίδα, fast-talks => μιλάει γρήγορα, fast-talking => Λαμυρός, fast-talker => Αρβυλόγιαννος,