Greek Meaning of whisking

χτύπημα

Other Greek words related to χτύπημα

Definitions and Meaning of whisking in English

Webster

whisking (p. pr. & vb. n.)

of Whisk

Webster

whisking (a.)

Sweeping along lightly.

Large; great.

FAQs About the word whisking

χτύπημα

of Whisk, Sweeping along lightly., Large; great.

δωδεκάδα,κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή,αγώνας,γρήγορος

Έρπων,ερπετό,καθυστερημένος,σέρνοντας,καθυστερημένο,νωθρός,ήρεμος,αργός,αργός,Αργός

whiskin => συρματόχτυπο, whiskies => ουίσκι, whiskeys => ουίσκι, whiskeyfied => μεθυσμένος από ουίσκι, whiskey, ring => Ουίσκι, δαχτυλίδι,