Greek Meaning of scudding

διασκορπισμένος

Other Greek words related to διασκορπισμένος

Definitions and Meaning of scudding in English

Wordnet

scudding (n)

the act of moving along swiftly (as before a gale)

Webster

scudding (p. pr. & vb. n.)

of Scud

FAQs About the word scudding

διασκορπισμένος

the act of moving along swiftly (as before a gale)of Scud

δωδεκάδα,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ορμητικός,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή,μετεωρικός

Έρπων,ερπετό,καθυστερημένος,σέρνοντας,οπισθοδρομικός,καθυστερημένο,νωθρός,ήρεμος,αργός,αργός

scudded => χτυπημένος, scud => μπόρα, scuba diving => κατάδυση με αυτόνομη αναπνοή, scuba diver => Καταδύτης, scuba => κατάδυση με αυτόνομη αναπνοή,