Greek Meaning of loafing

τεμπελιάζω

Other Greek words related to τεμπελιάζω

Definitions and Meaning of loafing in English

Wordnet

loafing (n)

having no employment

Webster

loafing (p. pr. & vb. n.)

of Loaf

FAQs About the word loafing

τεμπελιάζω

having no employmentof Loaf

αδρανής,αδρανής,ληθαργικός,Στέκομαι ακίνητος,πλανόδιος,Έρπων,ερπετό,αναβάλλω,κωλυσιεργία,εσκεμμένος

κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή

loafer => τεμπέλης, loafed => τεμπελιάζω, loaf sugar => Ζάχαρη σε μορφή κύβου, loaf of bread => φραντζόλα, loaf => ψωμί,