Greek Meaning of inching
σταδιακά
Other Greek words related to σταδιακά
Nearest Words of inching
Definitions and Meaning of inching in English
inching (p. pr. & vb. n.)
of Inch
FAQs About the word inching
σταδιακά
of Inch
ανεπαίσθητος,κλιμακωτός,Κωνικός,σταδιακός,σταδιακός,Τμηματικά,προοδευτικός,φθίνων,σταδιακός,σταδιακός
ξαφνικός,ξαφνικά,οξύς,διακοπτόμενος,δυναμικός ,κοφτερός,μεταβλητός,μετεωρικός,άλμα,ασταθής
in-chief => αρχηγός, inchest => ίντσες, incheon => Ίντσεον, inched => πλησίασε αργά, inchastity => ασελγεια,