FAQs About the word inched

πλησίασε αργά

of Inch, Having or measuring (so many) inches; as, a four-inched bridge.

παραβίασε,έρπει,ερπετοειδές,άρπαξε,σκωληκόβρωτος,εδραιωμένος,παγιδευμένος,παραβιασμένο,οχυρωμένος,εισέβαλε

πέταξε,επιπλέων,τρέχω,έπλευσε,επιτάχυνε,επιταχυνόμενος,γλίστρησε,σπεύδω,σκίζω,τσίριξε

inchastity => ασελγεια, inchase => εγκοπή, incharity => αφιλόξενος, incharitable => άσπλαχνος, inchant => μαγεύω,