Greek Meaning of impinged
παγιδευμένος
Other Greek words related to παγιδευμένος
- χτύπησε
- χτύπησε
- συγκρούστηκε
- συνετρίβη
- χτύπησε
- χτύπησε
- χτύπησε
- συντριμμένος
- χτυπημένος
- χτύπημα
- επηρεασμένο
- χτύπησε
- συνάρπαξε
- κρότος
- αναπήδησε
- βουρτσισμένο
- μπουλντόζα
- καραμπόλας
- τσακώθηκε
- επικοινώνησε
- κοίταξε
- βοσκούν
- σπρώχθηκε
- φίλησε
- προσγειώθηκε
- μυώδης
- σκούντησε
- πιεσμένο
- έσπρωξε
- ανάρρωσε
- Αναπήδησε
- αντανακλάστηκε
- ξυσμένος
- ξυρισμένος
- skimmed
- παραλείφθηκε
- σάρωσε
- συγκινημένος
Nearest Words of impinged
Definitions and Meaning of impinged in English
impinged (imp. & p. p.)
of Impinge
FAQs About the word impinged
παγιδευμένος
of Impinge
χτύπησε,χτύπησε,συγκρούστηκε,συνετρίβη,χτύπησε,χτύπησε,χτύπησε,συντριμμένος,χτυπημένος,χτύπημα
έχασε,φουστα
impinge on => εισβάλλω, impinge => επηρεάζω / προσκρούω, imping => εμβολιασμός, impignoration => ενέχυρασία, impignorate => υποθηκεύω,