FAQs About the word impierceable

αδιαπέραστο

Not capable of being pierced; impenetrable.

No synonyms found.

No antonyms found.

impierce => τρυπώ, impictured => εικονογραφημένο, impi => ίμπαλα, imphee => χυμός ζαχαροκάλαμου, impeyan pheasant => Μοναλ του Ιμαλάια,