FAQs About the word impierce

τρυπώ

To pierce; to penetrate.

No synonyms found.

No antonyms found.

impictured => εικονογραφημένο, impi => ίμπαλα, imphee => χυμός ζαχαροκάλαμου, impeyan pheasant => Μοναλ του Ιμαλάια, impetus => ώθηση,