FAQs About the word skimmed

skimmed

used of milk and milk products from which the cream has been removedof Skim

ανεστραμμένο,φυλλώδης,ραβδωτό,Σαρωμένο,ξεφύλλιζε,περιηγήθηκα,βουτηγμένο,κοίταξε (επί),κοίταξε

μελετήθηκε,πάνω σε

skimcoat => Επιχρίσματα, skimble-scamble => Χάος, skimback => Skim back, skim over => περνάω απαρατήρητος, skim off => αφαιρώ,