Greek Meaning of browsed

περιηγήθηκα

Other Greek words related to περιηγήθηκα

Definitions and Meaning of browsed in English

Webster

browsed (imp. & p. p.)

of Browse

FAQs About the word browsed

περιηγήθηκα

of Browse

βοσκούν,έφαγε,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,βοσκότοπος,θρόισμα,δαγκωμένο,μεγάλου βεληνεκούς,εφοδιασμένος

εξετασθεί,κοίταξε,αμφισβητήθηκε,κοίταξε επίμονα,μελετήθηκε,εξετασμένος,προβολής,παραβλεπόμενος,επιβλέπειν,έκοψε μια ματιά

browse => Περιήγηση, browpost => υπερκόγχιο τόξο, browny => Μπράουνι, brownwort => βρούχη (vrouhi), brown-tail moth => Γοργόνα της βελανιδιάς,