FAQs About the word pastured

βοσκότοπος

of Pasture

βοσκούν,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,έφαγε,περιηγήθηκα,δαγκωμένο,υπερβόσκηση,μεγάλου βεληνεκούς,θρόισμα,εφοδιασμένος

No antonyms found.

pasture brake => Φρένο βοσκοτόπου, pasture => βοσκότοπος, pasturage => βοσκότοπος, pasturable => βοσκήσιμος, pastry dough => ζύμη για γλυκά,