Greek Meaning of pastured
βοσκότοπος
Other Greek words related to βοσκότοπος
Nearest Words of pastured
Definitions and Meaning of pastured in English
pastured (imp. & p. p.)
of Pasture
FAQs About the word pastured
βοσκότοπος
of Pasture
βοσκούν,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,έφαγε,περιηγήθηκα,δαγκωμένο,υπερβόσκηση,μεγάλου βεληνεκούς,θρόισμα,εφοδιασμένος
No antonyms found.
pasture brake => Φρένο βοσκοτόπου, pasture => βοσκότοπος, pasturage => βοσκότοπος, pasturable => βοσκήσιμος, pastry dough => ζύμη για γλυκά,