FAQs About the word pastureland

Βοσκοτόπια

a field covered with grass or herbage and suitable for grazing by livestock

λιβάδι,ερείκη,νόμος,Λιβάδι,βάλτος,βοσκότοπος,εκκαθάριση,πεδίο,Ξέφωτο,Χορτάρι

No antonyms found.

pastured => βοσκότοπος, pasture brake => Φρένο βοσκοτόπου, pasture => βοσκότοπος, pasturage => βοσκότοπος, pasturable => βοσκήσιμος,