Greek Meaning of meadow
Λιβάδι
Other Greek words related to Λιβάδι
- πεδίο
- Χορτάρι
- λιβάδι
- έδαφος
- βοσκότοπος
- απλός
- πλοκή
- λιβάδια
- αγρός
- σαμπάνια
- εκκαθάριση
- Ξέφωτο
- Πράσινο
- γκαζόν
- ερειπωμένο
- γκαζόν
- Λέα
- νόμος
- Λιάνο
- βάλτος
- Πάμπα
- Βοσκοτόπια
- σαβάνα
- σαβάνα
- στέπα
- γρασίδι
- φυλλάδιο
- Τούνδρα
- σαβάνα
- σαβάνα
- Πάτος
- Βαθύπεδο
- (κάτω)
- επίπεδος
- πεδινή πλημμυρική ζώνη
- πολύ
- πεδινή
- δέμα
- επίπεδο
- οροπέδιο
- τραπέζι
- οροπέδιο
- οροπέδιο
Nearest Words of meadow
- meadow beauty => Η ομορφιά του λιβαδιού
- meadow bright => Λαμπερό λιβάδι
- meadow buttercup => Βατραχοπήδημα το λιβαδινό
- meadow clary => Βητονική η φαρμακευτική
- meadow cranesbill => Γερανιον λιβαδινο
- meadow cress => Σταφυλοχόρταρο
- meadow fern => Ακροπτερίδα
- meadow fescue => Λειμώνιο αλογόχορτο
- meadow foxtail => Alopecuros pratensis
- meadow goldenrod => Χρυσόβεργα
Definitions and Meaning of meadow in English
meadow (n)
a field where grass or alfalfa are grown to be made into hay
meadow (n.)
A tract of low or level land producing grass which is mown for hay; any field on which grass is grown for hay.
Low land covered with coarse grass or rank herbage near rives and in marshy places by the sea; as, the salt meadows near Newark Bay.
meadow (a.)
Of or pertaining to a meadow; of the nature of a meadow; produced, growing, or living in, a meadow.
FAQs About the word meadow
Λιβάδι
a field where grass or alfalfa are grown to be made into hayA tract of low or level land producing grass which is mown for hay; any field on which grass is grow
πεδίο,Χορτάρι,λιβάδι,έδαφος,βοσκότοπος,απλός,πλοκή,λιβάδια,αγρός,σαμπάνια
No antonyms found.
meade => υδρόμελι, mead => υδρόμελι, meacock => Δειλός, meach => μεακ, mea culpa => Μέα κούλπα,