Greek Meaning of meadow fescue
Λειμώνιο αλογόχορτο
Other Greek words related to Λειμώνιο αλογόχορτο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of meadow fescue
- meadow fern => Ακροπτερίδα
- meadow cress => Σταφυλοχόρταρο
- meadow cranesbill => Γερανιον λιβαδινο
- meadow clary => Βητονική η φαρμακευτική
- meadow buttercup => Βατραχοπήδημα το λιβαδινό
- meadow bright => Λαμπερό λιβάδι
- meadow beauty => Η ομορφιά του λιβαδιού
- meadow => Λιβάδι
- meade => υδρόμελι
- mead => υδρόμελι
- meadow foxtail => Alopecuros pratensis
- meadow goldenrod => Χρυσόβεργα
- meadow grass => λιβάδι
- meadow jumping mouse => Κοινό αγριοποντίκι
- meadow leek => Άγριο σκόρδο
- meadow lily => Κρίνος λιβαδίου
- meadow mouse => Αγερένιος
- meadow mushroom => Αμανίτης ο πρατώριος
- meadow pea => Μοσχομπίζελο
- meadow pipit => Κοινός ανθοσκούτης
Definitions and Meaning of meadow fescue in English
meadow fescue (n)
grass with wide flat leaves cultivated in Europe and America for permanent pasture and hay and for lawns
FAQs About the word meadow fescue
Λειμώνιο αλογόχορτο
grass with wide flat leaves cultivated in Europe and America for permanent pasture and hay and for lawns
No synonyms found.
No antonyms found.
meadow fern => Ακροπτερίδα, meadow cress => Σταφυλοχόρταρο, meadow cranesbill => Γερανιον λιβαδινο, meadow clary => Βητονική η φαρμακευτική, meadow buttercup => Βατραχοπήδημα το λιβαδινό,