FAQs About the word overgrazed

υπερβόσκηση

to allow animals to graze (as a pasture) to the point of damaging the vegetation, to allow animals to graze (an area, such as a pasture) to the point of damagin

βοσκούν,βοσκότοπος,περιηγήθηκα,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,θρόισμα,έφαγε,δαγκωμένο,μεγάλου βεληνεκούς,εφοδιασμένος

No antonyms found.

overgraze => Υπερβόσκηση, overflows => Ξεχειλίζω, overfilling => υπερπλήρωση, overfilled => γεμάτο, overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος,