Greek Meaning of overgrazed
υπερβόσκηση
Other Greek words related to υπερβόσκηση
Nearest Words of overgrazed
- overgraze => Υπερβόσκηση
- overflows => Ξεχειλίζω
- overfilling => υπερπλήρωση
- overfilled => γεμάτο
- overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος
- overexuberant => υπερβολικά ενθουσιώδης
- overextravagant => Υπερβολικά εξωφρενικός
- overextending => Υπερέκταση
- overextended => Υπερβολική επέκταση
- overexposing => Υπερέκθεση
Definitions and Meaning of overgrazed in English
overgrazed
to allow animals to graze (as a pasture) to the point of damaging the vegetation, to allow animals to graze (an area, such as a pasture) to the point of damaging vegetational cover
FAQs About the word overgrazed
υπερβόσκηση
to allow animals to graze (as a pasture) to the point of damaging the vegetation, to allow animals to graze (an area, such as a pasture) to the point of damagin
βοσκούν,βοσκότοπος,περιηγήθηκα,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,θρόισμα,έφαγε,δαγκωμένο,μεγάλου βεληνεκούς,εφοδιασμένος
No antonyms found.
overgraze => Υπερβόσκηση, overflows => Ξεχειλίζω, overfilling => υπερπλήρωση, overfilled => γεμάτο, overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος,