Greek Meaning of overfilling

υπερπλήρωση

Other Greek words related to υπερπλήρωση

Definitions and Meaning of overfilling in English

overfilling

to fill to overflowing, to become full to overflowing

FAQs About the word overfilling

υπερπλήρωση

to fill to overflowing, to become full to overflowing

γέμιση,θερμιδικός,θερμογόνος,αηδής,υπερβολικά γλυκό,χορταστικός,χορταστικό,πικάντικο,ζαχαρώδης,Βουτυρένιος

φως,ελαφρύ,φυσικός,απλός,απλός,δίαιτα,άνοστος,άπαχος,Μη παχυντικό,αδυνάτισμα

overfilled => γεμάτο, overfatigued => υπερβολικά κουρασμένος, overexuberant => υπερβολικά ενθουσιώδης, overextravagant => Υπερβολικά εξωφρενικός, overextending => Υπερέκταση,