Greek Meaning of overexerting

υπερκόπωση

Other Greek words related to υπερκόπωση

Definitions and Meaning of overexerting in English

overexerting

to exert (oneself) too much, to exert oneself to excess

FAQs About the word overexerting

υπερκόπωση

to exert (oneself) too much, to exert oneself to excess

εξασκούμενος,Ασκών,υπερεργασία,Προσπαθώντας,επιτιθέμενος,οδήγηση,προσπαθώντας,γρατζουνίζοντας,ξύσιμο,Βαδίζω στο νερό

σπάσιμο,ανατριχιαστικός,ρελαντί,τεμπελιάζω,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),χαλαρώνω

overexerted => Υπερβολικά καταπονημένος, overevaluation => υπεραξιολόγηση, overestimating => Υπερεκτίμηση, overestimated => υπερεκτιμημένο, overemphasizing => υπερτονίζοντας,