Greek Meaning of wading
Βαδίζω στο νερό
Other Greek words related to Βαδίζω στο νερό
- Ασκών
- γρατζουνίζοντας
- ξύσιμο
- βηματισμός
- λείανση
- επιτιθέμενος
- προσπαθώντας
- εξασκούμενος
- υπερεργασία
- Προσπαθώντας
- βγάζω το ψωμί μου
- υπερκόπωση
- βάζω έξω
- οδήγηση
- κοπιαστικός
- προσπαθώντας
- ανασκαφή
- βιαστικός
- εργαζόμενος
- κουραστικός
- αργός
- όργωμα
- Συνδέοντας
- ενασχολούμαι με το σκλάβωμα
- Τέντωμα
- προσπαθώντας
- αγωνιζόμενος
- εφίδρωση
- Σκληραγωγία
- γεννώ
- τράβηγμα
- λειτουργική
- αίτηση (του εαυτού μου)
- λυγίζοντας
- σκάψιμο (μακριά)
- σκάψιμο
- σφυροκόπημα
- βάζω πλώρη
- καρφώνω
- συνεισφορά
- σκίζω
- σπάσιμο
- άστεγος
- ανατριχιαστικός
- αναβάλλω
- ρελαντί
- τεμπελιά
- τεμπελιάζω
- ξεκούραστος
- αποφυγή
- χαλάρωση
- ελάφρυνση (αυξανόμενη)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- χαλαρώνω
- ηλιοθεραπεία
- μερική συμμετοχή
- ασήμαντος
- τεμπελιάζω
- κρεμαστό
- τεμπέλιασε
- παίζοντας
- χαλαρωτικό
- αναπαυόμενος
- ασήμαντος
- ολιγωρία
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- τεμπελιάζω
- χαλάρωση
- ανοησία
- Σκιτσάρισμα
- χαβαλές
- σκασίλα (γύρω)
- να κρέμεται
- αστειεύομαι
- αταξίες
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- χάσιμο
Nearest Words of wading
Definitions and Meaning of wading in English
wading (n)
walking with your feet in shallow water
wading (p. pr. & vb. n.)
of Wade
wading ()
a. & n. from Wade, v.
FAQs About the word wading
Βαδίζω στο νερό
walking with your feet in shallow waterof Wade, a. & n. from Wade, v.
Ασκών,γρατζουνίζοντας,ξύσιμο,βηματισμός,λείανση,επιτιθέμενος,προσπαθώντας,εξασκούμενος,υπερεργασία,Προσπαθώντας
σπάσιμο,άστεγος,ανατριχιαστικός,αναβάλλω,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση
wadies => ουάντι, wadi => ουάντι, waders => γαλότσες, wader => παρυδάτιο πουλί, waded => πέρασε ανάμεσα,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)