Greek Meaning of fribbling
ανοησία
Other Greek words related to ανοησία
Nearest Words of fribbling
Definitions and Meaning of fribbling in English
fribbling (a.)
Frivolous; trining; toolishly captious.
FAQs About the word fribbling
ανοησία
Frivolous; trining; toolishly captious.
πείραγμα (με),χαβαλές,σκασίλα (γύρω),να κρέμεται,αστειεύομαι,παίζοντας,τριγυρνώ,αμπαλάρεται (γύρω γύρω),Σκιτσάρισμα,Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
λυγίζοντας,ρύθμιση (σε),Εγκατάσταση (κάτω),βάζω πλώρη
fribbler => φλώρος, fribble => κουτοπόνηρος, friation => θρυμματισμός, friary => μοναστήρι, friar's-cowl => Κουκούλα καλόγερου,