Greek Meaning of tinkering

πειράματα

Other Greek words related to πειράματα

Definitions and Meaning of tinkering in English

Webster

tinkering (p. pr. & vb. n.)

of Tinker

Webster

tinkering (n.)

The act or work of a tinker.

FAQs About the word tinkering

πειράματα

of Tinker, The act or work of a tinker.

κάνω τον κλόουν,κωλυσιεργία,πειράζω (με),Σκιτσάρισμα,Κάνοντας αστειάκια,ρελαντί,τεμπελιάζω,αναβάλλω,ολιγωρία,πείραγμα (με)

λυγίζοντας,ρύθμιση (σε),Εγκατάσταση (κάτω),βάζω πλώρη

tinkerer => τεχνίτης, tinkered => μαστόρεψε, tinker => μπαλωματής, tink => τινκ, tininess => Μικροσκοπικότητα,