Greek Meaning of setting (to)

ρύθμιση (σε)

Other Greek words related to ρύθμιση (σε)

Definitions and Meaning of setting (to) in English

setting (to)

to begin actively and earnestly, a usually brief and vigorous fight or debate, to begin fighting

FAQs About the word setting (to)

ρύθμιση (σε)

to begin actively and earnestly, a usually brief and vigorous fight or debate, to begin fighting

βάζω πλώρη,Εγκατάσταση (κάτω),αντιμετώπιση,συνεχίζοντας,διαπράττοντας,σχετικά,περιλαμβάνοντας,βουτιά (σε),βάζω έξω,φθαρμένος

κωλυσιεργία,πείραγμα (με),χαβαλές,ρελαντί,αστειεύομαι,αταξίες,παίζοντας,τριγυρνώ,αμπαλάρεται (γύρω γύρω),ασήμαντος

settees => Καναπέδες, sets up => δημιουργεί, sets one's teeth on edge => Τρίζουν τα δόντια, sets on => ορίζει, sets eyes on => ρίχνει τα μάτια σε,