Greek Meaning of busying
απασχολημένος
Other Greek words related to απασχολημένος
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- περιλαμβάνοντας
- καταλαμβάνων
- απορροφητικός
- ελκυστικός
- απορητικός
- Αποσπώντας την προσοχή
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- απορροφητικός
- περιτυλίγματος
- συναρπαστικός
- εμμονή
- Προβληματικός
- γοητευτικός
- δελεαστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- τραβώντας το βλέμμα
- προλαβαίνω
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- κερδοσκοπία
- υπνωτιστικό
- υπνωτιστικός
- μονοπωλοποίηση
Nearest Words of busying
Definitions and Meaning of busying in English
busying (p. pr. & vb. n.)
of Busy
FAQs About the word busying
απασχολημένος
of Busy
συναρπαστικός,imμέρσ,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,καταλαμβάνων,απορροφητικός,ελκυστικός,απορητικός,Αποσπώντας την προσοχή
βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός
busybody => Περιέργεια, busybodies => Φιλοπερίεργοι, busybodied => περίεργος, busy bee => μέλισσα εργάτρια, busy => απασχολημένος,