Greek Meaning of busying

απασχολημένος

Other Greek words related to απασχολημένος

Definitions and Meaning of busying in English

Webster

busying (p. pr. & vb. n.)

of Busy

FAQs About the word busying

απασχολημένος

of Busy

συναρπαστικός,imμέρσ,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,καταλαμβάνων,απορροφητικός,ελκυστικός,απορητικός,Αποσπώντας την προσοχή

βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός

busybody => Περιέργεια, busybodies => Φιλοπερίεργοι, busybodied => περίεργος, busy bee => μέλισσα εργάτρια, busy => απασχολημένος,