FAQs About the word monopolizing

μονοπωλοποίηση

of Monopolize

καταναλωτικός,έχοντας,κερδοσκοπία,με κατοχή,απορροφητικός,Ελεγχόμενος,καμπή,διαχείριση,κατέχων,ράψιμο

No antonyms found.

monopolizer => Μονοπωλητής, monopolized => μονοπωλημένο, monopolize => μονοπωλώ, monopolization => Μονοπωλια, monopolite => Μονοπώλιο,