Greek Meaning of monopolizing
μονοπωλοποίηση
Other Greek words related to μονοπωλοποίηση
Nearest Words of monopolizing
Definitions and Meaning of monopolizing in English
monopolizing (p. pr. & vb. n.)
of Monopolize
FAQs About the word monopolizing
μονοπωλοποίηση
of Monopolize
καταναλωτικός,έχοντας,κερδοσκοπία,με κατοχή,απορροφητικός,Ελεγχόμενος,καμπή,διαχείριση,κατέχων,ράψιμο
No antonyms found.
monopolizer => Μονοπωλητής, monopolized => μονοπωλημένο, monopolize => μονοπωλώ, monopolization => Μονοπωλια, monopolite => Μονοπώλιο,