FAQs About the word monopolylogue

Μονοπωλιακός μονόλογος

An exhibition in which an actor sustains many characters.

No synonyms found.

No antonyms found.

monopoly board => Πίνακας Μονόπολι, monopoly => μονοπώλιο, monopolizing => μονοπωλοποίηση, monopolizer => Μονοπωλητής, monopolized => μονοπωλημένο,