FAQs About the word monorail

Μονοσιδηρόδρομος

a railway having a single track

ράγα,Σιδηρόδρομος,Σιδηρόδρομος,Οδός,ελ,Υψηλός,Υπερυψωμένος σιδηρόδρομος

No antonyms found.

monopyrenous => Μονοπύρηνο, monoptote => μονόπτωτος, monopteron => Μονόπτερο, monopteral => μονόπτερος, monoptera => Μονόπτερο,