Greek Meaning of monopolist
Μονοπωλιακός
Other Greek words related to Μονοπωλιακός
- μεσάζοντας
- Πλανόδιος πωλητής
- Λιανοπωλητής
- πωλητής
- καταστηματάρχης
- Αποθηκάριος
- προμηθευτής
- Πωλητής
- προμηθευτής
- χονδρέμπορος
- επιχειρηματίας
- αγοραστής
- Διανομέας
- αισχροκερδής
- Επιχειρηματίας
- πλανόδιος πωλητής
- Πλανόδιος πωλητής
- εργάτης
- Υπεύθυνος μάρκετινγκ
- έμπορος
- Γυρολόγος
- Πάροχος
- αγοραστής
- προμηθευτής
- έμπορος
- επιχειρηματίας
- απατεώνας
- προμηθευτής
- έμπορος
- Έμπορος
Nearest Words of monopolist
Definitions and Meaning of monopolist in English
monopolist (n)
someone who monopolizes the means of producing or selling something
monopolist (n.)
One who monopolizes; one who has a monopoly; one who favors monopoly.
FAQs About the word monopolist
Μονοπωλιακός
someone who monopolizes the means of producing or selling somethingOne who monopolizes; one who has a monopoly; one who favors monopoly.
μεσάζοντας,Πλανόδιος πωλητής,Λιανοπωλητής,πωλητής,καταστηματάρχης,Αποθηκάριος,προμηθευτής,Πωλητής,προμηθευτής,χονδρέμπορος
No antonyms found.
monopoliser => μονοπωλώ, monopolise => μονοπωλώ, monopolisation => μονοπώληση, monopolies => Μονοπώλια, monopoler => μονοπωλητής,