Greek Meaning of retailer
Λιανοπωλητής
Other Greek words related to Λιανοπωλητής
- Διανομέας
- προμηθευτής
- έμπορος
- Κατάστημα εκπτώσεων
- e-tailer
- Εξαγωγέας
- έμπορος
- μεταπωλητής
- πωλητής
- έμπορος
- χονδρέμπορος
- δημοπράτης
- Λαθρέμπορος
- μεσίτης
- παραχωρησιούχος
- περίφραξη
- ξιφομάχος
- πλανόδιος πωλητής
- Πλανόδιος πωλητής
- απατεώνας
- εργάτης
- έμπορος
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- πωλητής
- πωλητής
- Πωλητής
- πωλήτρια
- μεσίτης εισιτηρίων
- Επαγγελματίας πωλητής
- λαθρέμπορος
- έμπορος
- Έμπορος
Nearest Words of retailer
- retailed => Λιανική πώληση
- retail store => Κατάστημα λιανικής
- retail price index => Δείκτης τιμών καταναλωτή, ΔΤΚ
- retail merchant => Λιανεμπορος
- retail chain => Αλυσίδα καταστημάτων
- retail => Λιανικό εμπόριο
- retable => εικονοστάσι
- ret => επιστροφή
- resuspension => επανακινητοποίηση
- resuspend => Επανάληψη
Definitions and Meaning of retailer in English
retailer (n)
a merchant who sells goods at retail
retailer (n.)
One who retails anything; as, a retailer of merchandise; a retailer of gossip.
FAQs About the word retailer
Λιανοπωλητής
a merchant who sells goods at retailOne who retails anything; as, a retailer of merchandise; a retailer of gossip.
Διανομέας,προμηθευτής,έμπορος,Κατάστημα εκπτώσεων,e-tailer,Εξαγωγέας,έμπορος,μεταπωλητής,πωλητής,έμπορος
καταναλωτής,χρήστης,αγοραστής,αγοραστής,τελικός χρήστης
retailed => Λιανική πώληση, retail store => Κατάστημα λιανικής, retail price index => Δείκτης τιμών καταναλωτή, ΔΤΚ, retail merchant => Λιανεμπορος, retail chain => Αλυσίδα καταστημάτων,