Greek Meaning of jobber
εργάτης
Other Greek words related to εργάτης
- έμπορος
- Κατάστημα εκπτώσεων
- Διανομέας
- Εξαγωγέας
- έμπορος
- μεταπωλητής
- Λιανοπωλητής
- πωλητής
- έμπορος
- προμηθευτής
- χονδρέμπορος
- δημοπράτης
- Λαθρέμπορος
- μεσίτης
- παραχωρησιούχος
- e-tailer
- Πλανόδιος πωλητής
- έμπορος
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- πωλητής
- μεσίτης εισιτηρίων
- λαθρέμπορος
- έμπορος
- Έμπορος
- Τσάπμαν
- περίφραξη
- ξιφομάχος
- παζαρευτής
- πλανόδιος πωλητής
- απατεώνας
- πωλητής
- Πωλητής
- πωλήτρια
- Επαγγελματίας πωλητής
Nearest Words of jobber
- jobbed => δουλειά
- jobation => Επίπληξη
- job lot => Πακέτο εργασίας
- job interview => Συνέντευξη εργασίας
- job description => περιγραφή θέσης εργασίας
- job control => Έλεγχος εργασίας
- job candidate => Υποψήφιος για δουλειά
- job application => Αίτηση για εργασία
- job action => Συνδικαλιστική δράση
- job => εργασία
- jobbernowl => τεμπέλης
- jobbery => εργασία
- jobbing => επισφαλής εργασία
- jobcentre => Κέντρο Απασχόλησης
- job-control language => Γλώσσα ελέγχου εργασιών
- jobholder => εργαζόμενος
- jobless => Άνεργος
- job-oriented terminal => Επαγγελματικός τερματικός σταθμός
- job's comforter => Ο παρηγορητής του Ιώβ
- job's tears => Αδάκρυα του Ιώβ
Definitions and Meaning of jobber in English
jobber (n)
someone who buys large quantities of goods and resells to merchants rather than to the ultimate customers
jobber (n.)
One who works by the job.
A dealer in the public stocks or funds; a stockjobber.
One who buys goods from importers, wholesalers, or manufacturers, and sells to retailers.
One who turns official or public business to private advantage; hence, one who performs low or mercenary work in office, politics, or intrigue.
FAQs About the word jobber
εργάτης
someone who buys large quantities of goods and resells to merchants rather than to the ultimate customersOne who works by the job., A dealer in the public stock
έμπορος,Κατάστημα εκπτώσεων,Διανομέας,Εξαγωγέας,έμπορος,μεταπωλητής,Λιανοπωλητής,πωλητής,έμπορος,προμηθευτής
καταναλωτής,χρήστης,αγοραστής,αγοραστής,τελικός χρήστης
jobbed => δουλειά, jobation => Επίπληξη, job lot => Πακέτο εργασίας, job interview => Συνέντευξη εργασίας, job description => περιγραφή θέσης εργασίας,