FAQs About the word jobless

Άνεργος

not having a job

Ανεργος,Άνεργος,υποαπασχόληση

εργαζόμενος,λειτουργική,Αυτοαπασχολούμενος

jobholder => εργαζόμενος, job-control language => Γλώσσα ελέγχου εργασιών, jobcentre => Κέντρο Απασχόλησης, jobbing => επισφαλής εργασία, jobbery => εργασία,