FAQs About the word out of work

Άνεργος

not having a job

Ανεργος,Άνεργος,υποαπασχολούμενος,υποαπασχόληση

εργαζόμενος,λειτουργική,Αυτοαπασχολούμενος

out of whack => εκτός τροχιάς, out of wedlock => Εκτός γάμου, out of view => εκτός οπτικού πεδίου, out of true => στραβά, out of this world => από άλλον κόσμο,