Greek Meaning of jockey
Τζόκεϊ
Other Greek words related to Τζόκεϊ
- μηχανικός
- πεδίο
- παίξε
- θεραπεία
- διεύθυνση
- απομακρύνω
- Εκτελώ
- ανταγωνίζομαι (με)
- έλεγχος
- αντιμετωπίζω (με)
- λεπτότητα
- Καταβαίνω
- (παλεύω με)
- οδηγός
- χάκινγκ
- λαβή
- διαχειρίζομαι
- ελιγμός
- χειρίζομαι
- Διαπραγματεύομαι
- τραβώ
- πηδάλιο
- κούνια
- παίρνω
- αφαιρώ
- εντολή
- άμεσο
- Μικροδιαχείριση
- αντιδρώ (σε)
- ρυθμίζω
- απαντώ σε κάποιον
- τρέχω
Nearest Words of jockey
- jock itch => Μύκητας βουβωνικής χώρας
- jock => τζόκεϊ
- jocasta => Ιοκάστη
- jocantry => αστεϊσμός
- job's tears => Αδάκρυα του Ιώβ
- job's comforter => Ο παρηγορητής του Ιώβ
- job-oriented terminal => Επαγγελματικός τερματικός σταθμός
- jobless => Άνεργος
- jobholder => εργαζόμενος
- job-control language => Γλώσσα ελέγχου εργασιών
Definitions and Meaning of jockey in English
jockey (n)
someone employed to ride horses in horse races
an operator of some vehicle or machine or apparatus
jockey (v)
defeat someone through trickery or deceit
compete (for an advantage or a position)
ride a racehorse as a professional jockey
jockey (n.)
A professional rider of horses in races.
A dealer in horses; a horse trader.
A cheat; one given to sharp practice in trade.
jockey (v. t.)
To jostle by riding against one.
To play the jockey toward; to cheat; to trick; to impose upon in trade; as, to jockey a customer.
jockey (v. i.)
To play or act the jockey; to cheat.
FAQs About the word jockey
Τζόκεϊ
someone employed to ride horses in horse races, an operator of some vehicle or machine or apparatus, defeat someone through trickery or deceit, compete (for an
μηχανικός,πεδίο,παίξε,θεραπεία,διεύθυνση,απομακρύνω,Εκτελώ,ανταγωνίζομαι (με),έλεγχος,αντιμετωπίζω (με)
χαλάω,τα κάνω μαντάρα,Ψάχνω,αστοχώ,τα κάνω χάλια,χάος (πάνω),κακομεταχείριση,μανσέτα,παλιόπαιδο,Φουζλ
jock itch => Μύκητας βουβωνικής χώρας, jock => τζόκεϊ, jocasta => Ιοκάστη, jocantry => αστεϊσμός, job's tears => Αδάκρυα του Ιώβ,