Greek Meaning of cope (with)
αντιμετωπίζω (με)
Other Greek words related to αντιμετωπίζω (με)
- διεύθυνση
- ανταγωνίζομαι (με)
- (παλεύω με)
- λαβή
- διαχειρίζομαι
- χειρίζομαι
- Διαπραγματεύομαι
- παίρνω
- θεραπεία
- Εκτελώ
- αντιμετωπίζω
- πεδίο
- χάκινγκ
- κρατά το υπό έλεγχο
- ελιγμός
- παίξε
- κούνια
- αφαιρώ
- απομακρύνω
- εντολή
- έλεγχος
- άμεσο
- μηχανικός
- λεπτότητα
- Καταβαίνω
- οδηγός
- Τζόκεϊ
- τραβώ
- αντιδρώ (σε)
- ρυθμίζω
- απαντώ σε κάποιον
- πηδάλιο
Nearest Words of cope (with)
- co-ownerships => Συνιδιοκτησία
- co-ownership => Συνιδιοκτησία
- co-owner => συνιδιοκτήτης
- coos => γουργουρίζει
- co-organizer => Συνδιοργανωτής
- coordinating (with) => συντονισμός (με)
- coordinates => Συντεταγμένες
- coordinateness => συντονισμός
- coordinated (with) => συντονισμένο (με)
- coordinate (with) => συντονίζω (με)
Definitions and Meaning of cope (with) in English
cope (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word cope (with)
αντιμετωπίζω (με)
διεύθυνση,ανταγωνίζομαι (με),(παλεύω με),λαβή,διαχειρίζομαι,χειρίζομαι,Διαπραγματεύομαι,παίρνω,θεραπεία,Εκτελώ
χαλάω,τα κάνω μαντάρα,Ψάχνω,αστοχώ,τα κάνω χάλια,χάος (πάνω),κακομεταχείριση,μανσέτα,παλιόπαιδο,Φουζλ
co-ownerships => Συνιδιοκτησία, co-ownership => Συνιδιοκτησία, co-owner => συνιδιοκτήτης, coos => γουργουρίζει, co-organizer => Συνδιοργανωτής,