Greek Meaning of jobbed
δουλειά
Other Greek words related to δουλειά
- μαθητευόμενος/μαθήτρια
- συμφωνημένο
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- μισθωμένος
- τοποθετημένο σε
- πληρωμένος
- συνεργάτης
- στρατολογημένος
- επαναπροσληφθείς
- επαναπροσλήφθηκε
- Διατηρημένα
- υπογεγραμμένο (πάνω ή σε)
- εργολάβος
- υποθετικός
- καταταγμένος
- ταΐζω
- τοποθετημένος
- προαγόμενος
- Επαναπροσληφθείς
- επανασυνδέεται
- επαναπροσλήφθηκε
- ανέλαβε
- αναβαθμισμένος
- προηγμένος
- κυνηγημένος στο κεφάλι
- διατηρούμενο (στο)
- ανεγνώρισε
Nearest Words of jobbed
- jobation => Επίπληξη
- job lot => Πακέτο εργασίας
- job interview => Συνέντευξη εργασίας
- job description => περιγραφή θέσης εργασίας
- job control => Έλεγχος εργασίας
- job candidate => Υποψήφιος για δουλειά
- job application => Αίτηση για εργασία
- job action => Συνδικαλιστική δράση
- job => εργασία
- joao pessoa => Ζοάο Πεσόα
- jobber => εργάτης
- jobbernowl => τεμπέλης
- jobbery => εργασία
- jobbing => επισφαλής εργασία
- jobcentre => Κέντρο Απασχόλησης
- job-control language => Γλώσσα ελέγχου εργασιών
- jobholder => εργαζόμενος
- jobless => Άνεργος
- job-oriented terminal => Επαγγελματικός τερματικός σταθμός
- job's comforter => Ο παρηγορητής του Ιώβ
Definitions and Meaning of jobbed in English
jobbed (imp. & p. p.)
of Job
FAQs About the word jobbed
δουλειά
of Job
μαθητευόμενος/μαθήτρια,συμφωνημένο,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,μισθωμένος,τοποθετημένο σε,πληρωμένος,συνεργάτης,στρατολογημένος,επαναπροσληφθείς
απολυμένος,απολυμένος,απολύω,κονσέρβα,εκφορτισμένος,σε αναστολή εργασίας,κλειδωμένος,απολύθηκε,κομμένο
jobation => Επίπληξη, job lot => Πακέτο εργασίας, job interview => Συνέντευξη εργασίας, job description => περιγραφή θέσης εργασίας, job control => Έλεγχος εργασίας,