Greek Meaning of recruited

στρατολογημένος

Other Greek words related to στρατολογημένος

Definitions and Meaning of recruited in English

Webster

recruited (imp. & p. p.)

of Recruit

FAQs About the word recruited

στρατολογημένος

of Recruit

εργαζόμενος,μισθωμένος,υποθετικός,αρραβωνιασμένος,καταταγμένος,τοποθετημένο σε,πληρωμένος,τοποθετημένος,Διατηρημένα,υπογεγραμμένο (πάνω ή σε)

κονσέρβα,εκφορτισμένος,απολυμένος,απολυμένος,απολύθηκε,κομμένο,απολύω,σε αναστολή εργασίας,κλειδωμένος

recruit => στρατολογώ, recrudescent => Αναζωογονητικός, recrudescency => Έξαρση, recrudescence => αναζωπύρωση, recrudesce => επανεμφανίζομαι,