Greek Meaning of recrudescence
αναζωπύρωση
Other Greek words related to αναζωπύρωση
Nearest Words of recrudescence
- recrudescency => Έξαρση
- recrudescent => Αναζωογονητικός
- recruit => στρατολογώ
- recruited => στρατολογημένος
- recruiter => υπάλληλος προσλήψεων
- recruiting => προσλήψεις
- recruiting-sergeant => Λοχίας στρατολόγησης
- recruitment => πρόσληψη
- recrystallization => ανακρυστάλλωση
- recrystallize => Επανακρυστάλλωση
Definitions and Meaning of recrudescence in English
recrudescence (n)
a return of something after a period of abatement
recrudescence (n.)
Alt. of Recrudescency
FAQs About the word recrudescence
αναζωπύρωση
a return of something after a period of abatementAlt. of Recrudescency
εστία,υποτροπή,ανανέωση,εκραγώ,επιδημία,έκρηξη,φωτοβολίδα,εκλάμψει,αναλαμπή,πλημμύρα
Ήρεμος,πτώση,αδράνεια
recrudesce => επανεμφανίζομαι, recrudency => Επαναφορά, recross => Επαναδιάβαση, recriminatory => επικριτικός, recriminator => κατήγορος,