Greek Meaning of commotion

αναστάτωση

Other Greek words related to αναστάτωση

Definitions and Meaning of commotion in English

Wordnet

commotion (n)

a disorderly outburst or tumult

the act of making a noisy disturbance

confused movement

FAQs About the word commotion

αναστάτωση

a disorderly outburst or tumult, the act of making a noisy disturbance, confused movement

θόρυβος,διαταραχή,διασκέδαση,φασαρία,βιάσου,θόρυβος,ανακατεύω,καταιγίδα,αναταραχή,φασαρία

Ήρεμος,σιωπήστε,Ειρήνη,ήσυχος,ανάπαυση,ηρεμία,γαλήνη,ηρεμία,παραγγελία,ηρεμία

commonwealth of the bahamas => Μπαχάμες, commonwealth of puerto rico => Κοινοπολιτεία του Πουέρτο Ρίκο, commonwealth of nations => Κοινοπολιτεία, commonwealth of independent states => Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, commonwealth of dominica => Κοινοπολιτεία της Δομινίκας,