Greek Meaning of scouted

ανεγνώρισε

Other Greek words related to ανεγνώρισε

Definitions and Meaning of scouted in English

Webster

scouted (imp. & p. p.)

of Scout

FAQs About the word scouted

ανεγνώρισε

of Scout

χλεύασε,χλευασθεί,κοροϊδεμένος,κορόιδευε,παρενοχλημένος,απομίμησε,κορόιδεψε,έκανε πλάκα,παρωδημένο,σούβλα

εγκρίθηκε,ενέκρινε,κυρώσεις,επαινέθηκε,χειροκρότησε.,εγκεκριμένος

scout troop => σώμα προσκόπων, scout group => Σώμα προσκόπων, scout car => Αυτοκίνητο αναγνώρισης, scout => ανιχνευτής, scouser => Σκάουζερ,