Greek Meaning of targeted

στοχευμένος

Other Greek words related to στοχευμένος

Definitions and Meaning of targeted in English

Webster

targeted (a.)

Furnished, armed, or protected, with a target.

FAQs About the word targeted

στοχευμένος

Furnished, armed, or protected, with a target.

δόλωμα,υπό παρακολούθηση,παρενοχλημένος,ταλαιπωρημένος,βελόνα,παρενοχλούμενος,κουρελιασμένος,ειρωνεύτηκε,πείραξε,βασανισμένος

εγκρίθηκε,ενέκρινε,κυρώσεις,χειροκρότησε.,εγκεκριμένος,επαινέθηκε

target range => στόχος εμβέλειας, target program => Στόχος προγράμματος, target practice => Σκοποβολή, target organ => Στόχος όργανο, target language => Στόχος γλώσσα,