FAQs About the word scowlingly

μουτρώνοντας

In a scowling manner.

συνοφρυώνομαι,Γκριμάτσα,Πρόσωπο,γρύλισμα,κοίτα,σκυθρωπός,Χαμηλότερος,Μούτρα,στόμα,Κουρεύω

χαμόγελο,χαμόγελο,γέλιο

scowling => κατσούφης, scowled => συνοφρυώθηκε, scowl => Σύνοφρυς, scow => Σκάφη, scovel => (no translation found),