Greek Meaning of scouting
προσκοπισμός
Other Greek words related to προσκοπισμός
- χλευαστικός
- κοροϊδευτικό
- ειρωνικό
- Τζιμπάρισμα
- παρενόχληση
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- κοροϊδευτική
- τζιμπάρισμα
- παρωδώντας
- σουβλίζοντας
- ειρωνικός
- πειράγματα
- γελώντας
- χλευάζω
- Κάνω πλάκα
- Χλευάζω
- γκρίνια για
- στόχευση
- μίμηση
- δόλωμα
- Μειωτικός
- γελοιοποίηση
- σατιρίζοντας
- Τρίψιμο
- καταγγέλλοντας
- απαξιωτικός
- παρενόχληση
- γιουχάρισμα
- Αστείο
- ειρωνικός
- μιμούμενος
- παρενόχληση
- κολώνα ντροπής
- ερωτόσκημα
- Ράγκινγκ
- συγκέντρωση
- πειράγματα
- νευρώσεις
- ιππασία
- σκωπτικό
- βασανιστικός
- συκοφαντίες
- ενοχλητικός
- σφύριγμα
- Χλευάζω
- βγάζω γλώσσα
- ενοχλητικός
- τζιβαν
- αστειεύομαι
- βελόνια
- επανάληψη
- κακάω
- υποτιμάω
- Κατεβάζω
- σκωπτικός για
- περιφρόνηση
- χλευάζοντας (κάποιον)
- απογείωση (σε)
- διαστρέβλωση
- Ρύθμιση
- τιτίβισμα
Nearest Words of scouting
Definitions and Meaning of scouting in English
scouting (n)
exploring in order to gain information
scouting (p. pr. & vb. n.)
of Scout
FAQs About the word scouting
προσκοπισμός
exploring in order to gain informationof Scout
χλευαστικός,κοροϊδευτικό,ειρωνικό,Τζιμπάρισμα,παρενόχληση,Μιμούμενος (masc. sing.),κοροϊδευτική,τζιμπάρισμα,παρωδώντας,σουβλίζοντας
χειροκροτώντας,Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας
scouter => ανιχνευτής, scouted => ανεγνώρισε, scout troop => σώμα προσκόπων, scout group => Σώμα προσκόπων, scout car => Αυτοκίνητο αναγνώρισης,