Greek Meaning of scouting

προσκοπισμός

Other Greek words related to προσκοπισμός

Definitions and Meaning of scouting in English

Wordnet

scouting (n)

exploring in order to gain information

Webster

scouting (p. pr. & vb. n.)

of Scout

FAQs About the word scouting

προσκοπισμός

exploring in order to gain informationof Scout

χλευαστικός,κοροϊδευτικό,ειρωνικό,Τζιμπάρισμα,παρενόχληση,Μιμούμενος (masc. sing.),κοροϊδευτική,τζιμπάρισμα,παρωδώντας,σουβλίζοντας

χειροκροτώντας,Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας

scouter => ανιχνευτής, scouted => ανεγνώρισε, scout troop => σώμα προσκόπων, scout group => Σώμα προσκόπων, scout car => Αυτοκίνητο αναγνώρισης,