Greek Meaning of taking off (on)
απογείωση (σε)
Other Greek words related to απογείωση (σε)
- μίμηση
- δόλωμα
- γελοιοποίηση
- σατιρίζοντας
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- γιουχάρισμα
- Μιμούμενος (masc. sing.)
- Αστείο
- ειρωνικός
- μιμούμενος
- παρωδώντας
- παρενόχληση
- κολώνα ντροπής
- Ράγκινγκ
- σκωπτικό
- ειρωνικός
- βασανιστικός
- ενοχλητικός
- γελώντας
- επανάληψη
- σκωπτικός για
- χλευάζοντας (κάποιον)
- στόχευση
- διαστρέβλωση
- υποστήριξη
- Μειωτικός
- Τρίψιμο
- καταγγέλλοντας
- απαξιωτικός
- ερωτόσκημα
- συγκέντρωση
- πειράγματα
- νευρώσεις
- ιππασία
- πειράγματα
- σφύριγμα
- ενοχλητικός
- τζιβαν
- αστειεύομαι
- βελόνια
- κακάω
- Κατεβάζω
- Ρύθμιση
- τιτίβισμα
- ειρωνικό
- Τζιμπάρισμα
- κοροϊδευτική
- τζιμπάρισμα
- χλευαστικός
- κοροϊδευτικό
- προσκοπισμός
- σουβλίζοντας
- συκοφαντίες
- υποτιμάω
- περιφρόνηση
Nearest Words of taking off (on)
- taking off (from) => Απογειωμένο από
- taking off => απογείωση
- taking issue => να υιοθετήσει θέση
- taking in => παραλαμβάνω
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
- taking for => λαμβάνοντας για
- taking exception => λήψη εξαίρεσης
- taking effect => Tίθεται σε ισχύ
- taking on => αναλαμβάνοντας
- taking one's time => Παίρνοντας το χρόνο του
- taking out => παίρνοντας έξω
- taking ship => Επιβίβαση
- taking the floor => Λαμβάνειν το λόγο
- taking to => παίρνω
- taking to task => Επίπληξη
- taking to the cleaners => Πηγαίνω στο καθαριστήριο
- taking up => πτυχίο
- taking up with => παίρνοντας με
Definitions and Meaning of taking off (on) in English
taking off (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word taking off (on)
απογείωση (σε)
μίμηση,δόλωμα,γελοιοποίηση,σατιρίζοντας,παρενόχληση,παρενόχληση,γιουχάρισμα,Μιμούμενος (masc. sing.),Αστείο,ειρωνικός
χειροκροτώντας,Εγκριτικός,επικύρωση,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας,επιβάλλων κυρώσεις
taking off (from) => Απογειωμένο από, taking off => απογείωση, taking issue => να υιοθετήσει θέση, taking in => παραλαμβάνω, taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι),