Greek Meaning of taking off (on)

απογείωση (σε)

Other Greek words related to απογείωση (σε)

Definitions and Meaning of taking off (on) in English

taking off (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word taking off (on)

απογείωση (σε)

μίμηση,δόλωμα,γελοιοποίηση,σατιρίζοντας,παρενόχληση,παρενόχληση,γιουχάρισμα,Μιμούμενος (masc. sing.),Αστείο,ειρωνικός

χειροκροτώντας,Εγκριτικός,επικύρωση,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας,επιβάλλων κυρώσεις

taking off (from) => Απογειωμένο από, taking off => απογείωση, taking issue => να υιοθετήσει θέση, taking in => παραλαμβάνω, taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι),