Greek Meaning of taking one's time

Παίρνοντας το χρόνο του

Other Greek words related to Παίρνοντας το χρόνο του

Definitions and Meaning of taking one's time in English

taking one's time

to be leisurely and unhurried about doing something

FAQs About the word taking one's time

Παίρνοντας το χρόνο του

to be leisurely and unhurried about doing something

Έρπων,καθυστέρηση,σέρνοντας,επίμονος,σκουντούμπι,Αναβάλλω,να μένει πίσω,Υστάρτησεν,εκκρεμότητα,χάνουμε την ώρα μας

δωδεκάδα,κεραυνοβολία,μπόουλινγκ,ορμητικός,μάθημα,βέλος,αριστοκρατικός,ιπτάμενος,άρον άρον,βιαστικά

taking on => αναλαμβάνοντας, taking off (on) => απογείωση (σε), taking off (from) => Απογειωμένο από, taking off => απογείωση, taking issue => να υιοθετήσει θέση,