Greek Meaning of lallygagging

καθυστέρηση

Other Greek words related to καθυστέρηση

Definitions and Meaning of lallygagging in English

lallygagging

to fool around and waste time

FAQs About the word lallygagging

καθυστέρηση

to fool around and waste time

κωλυσιεργία,καθυστέρηση,σέρνοντας,επίμονος,Έρπων,ερπετό,αναβάλλω,καθυστερημένο,τεμπελιάζω,Στέκομαι ακίνητος

δωδεκάδα,κεραυνοβολία,ορμητικός,μάθημα,βέλος,αριστοκρατικός,ιπτάμενος,άρον άρον,βιαστικά,υπερβολικά γρήγορα

lallygagged => πλατειάζει, laities => λαοί, lairs => λόγχηδες, lairds => Λόρδοι, lain up => κλινήρης,