Greek Meaning of filibustering
Φιλιμπούστερ
Other Greek words related to Φιλιμπούστερ
- στάση
- επιβραδυνόμενο
- αναβολή
- πλανόδιος
- ερπετό
- εσκεμμένος
- καθυστερημένος
- ληθαργικός
- επίμονος
- Στέκομαι ακίνητος
- αργός
- ανακάτεμα
- επιβράδυνση
- βολτάροντας
- Έρπων
- αναβάλλω
- κωλυσιεργία
- σέρνοντας
- βαριποδής, βαρύποδος
- αδρανής
- σταδιακά
- αδρανής
- οπισθοδρομικός
- καθυστερημένο
- ήρεμος
- τεμπελιάζω
- μετρημένος
- αργός
- σκουντούμπι
- αργός
- Αργός
- αργοπορημένος
- καθυστέρηση
- ήρεμος
- ολιγωρία
- Αργοπόδαρος
- κεραυνοβολία
- Κομμένος η ανάσα
- ζωηρός
- ζαλισμένος
- γρήγορος
- γρήγορος
- στόλος
- ιπτάμενος
- Επιπόλαιος
- αστραπή
- μετεωρικός
- προτροπή
- γρήγορος
- αγώνας
- γρήγορος
- Έτοιμος
- εκτοξευόμενος
- τρέξιμο
- βιαστικός
- Ζωηρό
- υπερβολική ταχύτητα
- γρήγορος
- γρήγορος
- ανεμοστρόβιλος
- ταχύτητα παραμόρφωσης
- επιταχυνόμενος
- δωδεκάδα
- chóngyros
- ορμητικός
- επιτάχυνε
- βιαστικά
- βιαστικός
- διασκορπισμένος
- βιαστικός
- στροβιλιζόμενος
- χτύπημα
- σκούτερ
- φερμουάρ
- σπεύδω
- επιταχύνεται
Nearest Words of filibustering
Definitions and Meaning of filibustering in English
filibustering (p. pr. & vb. n.)
of Filibuster
FAQs About the word filibustering
Φιλιμπούστερ
of Filibuster
στάση,επιβραδυνόμενο,αναβολή,πλανόδιος,ερπετό,εσκεμμένος,καθυστερημένος,ληθαργικός,επίμονος,Στέκομαι ακίνητος
κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,γρήγορος,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,αστραπή
filibusterer => Φιλιβουστεράκος, filibuster => Φιλιμπούστερ, filibeg => φούστα, filiation => φιλιότητα, filiate => θυγατρική,