Greek Meaning of slow-footed
Αργοπόδαρος
Other Greek words related to Αργοπόδαρος
- πλανόδιος
- βαριποδής, βαρύποδος
- ληθαργικός
- επίμονος
- αργός
- ανακάτεμα
- εσκεμμένος
- αδρανής
- σταδιακά
- αδρανής
- τεμπελιάζω
- Στέκομαι ακίνητος
- επιβράδυνση
- καθυστέρηση
- επιβραδυνόμενο
- βολτάροντας
- Έρπων
- ερπετό
- αναβάλλω
- καθυστερημένος
- σέρνοντας
- οπισθοδρομικός
- καθυστερημένο
- νωθρός
- ήρεμος
- μετρημένος
- αργός
- σκουντούμπι
- αργός
- αργός
- Αργός
- στάση
- αργοπορημένος
- ήρεμος
- ολιγωρία
- αναβολή
- αργό σαν σαλιγκάρι
- Κομμένος η ανάσα
- ζωηρός
- ζαλισμένος
- γρήγορος
- στόλος
- Επιπόλαιος
- αστραπή
- μετεωρικός
- γρήγορος
- γρήγορος
- Έτοιμος
- τρέξιμο
- βιαστικός
- Ζωηρό
- γρήγορος
- γρήγορος
- επιταχυνόμενος
- δωδεκάδα
- κεραυνοβολία
- chóngyros
- ορμητικός
- γρήγορος
- ιπτάμενος
- επιτάχυνε
- σπεύδω
- βιαστικά
- προτροπή
- επιταχύνεται
- αγώνας
- εκτοξευόμενος
- βιαστικός
- διασκορπισμένος
- βιαστικός
- υπερβολική ταχύτητα
- στροβιλιζόμενος
- ανεμοστρόβιλος
- σκούτερ
- ταχύτητα παραμόρφωσης
- φερμουάρ
- χτύπημα
Nearest Words of slow-footed
- slowed (down) => Mειωμένη (προς τα κάτω)
- slowed (down or up) => αργός (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- slowdowns => Επιβραδύνσεις
- slow burn => αργή καύση
- slow (down) => αργά
- slow (down or up) => Αργός (επιβραδύνει ή επιταχύνει)
- slovens => Σλοβένος
- sloughs => βάλτοι
- sloughing (off) => αποφλοιούμενο (από)
- sloughed (off) => αποτινάχτηκε (από)
Definitions and Meaning of slow-footed in English
slow-footed
moving at a very slow pace
FAQs About the word slow-footed
Αργοπόδαρος
moving at a very slow pace
πλανόδιος,βαριποδής, βαρύποδος,ληθαργικός,επίμονος,αργός,ανακάτεμα,εσκεμμένος,αδρανής,σταδιακά,αδρανής
Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,στόλος,Επιπόλαιος,αστραπή,μετεωρικός,γρήγορος,γρήγορος
slowed (down) => Mειωμένη (προς τα κάτω), slowed (down or up) => αργός (προς τα κάτω ή προς τα πάνω), slowdowns => Επιβραδύνσεις, slow burn => αργή καύση, slow (down) => αργά,