Greek Meaning of heavy-footed

βαριποδής, βαρύποδος

Other Greek words related to βαριποδής, βαρύποδος

Definitions and Meaning of heavy-footed in English

Wordnet

heavy-footed (a)

(of movement) lacking ease or lightness

FAQs About the word heavy-footed

βαριποδής, βαρύποδος

(of movement) lacking ease or lightness

πλανόδιος,ληθαργικός,επίμονος,Στέκομαι ακίνητος,αργός,ανακάτεμα,Αργοπόδαρος,εσκεμμένος,αδρανής,σταδιακά

κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,γρήγορος,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,αστραπή

heavy-duty => βαρύς, heavy-coated => με βαρύ παλτό, heavy-armed => βαρύς οπλισμός, heavy whipping cream => Σαντιγί, heavy weapon => Βαρύ όπλο,