Greek Meaning of scrambling

συνωστισμός

Other Greek words related to συνωστισμός

Definitions and Meaning of scrambling in English

Webster

scrambling (p. pr. & vb. n.)

of Scramble

Webster

scrambling (a.)

Confused and irregular; awkward; scambling.

FAQs About the word scrambling

συνωστισμός

of Scramble, Confused and irregular; awkward; scambling.

αναρρίχηση,αναρρίχηση,αύξων,γρατζουνίζοντας,σμήνος,θηλασμός,ξύσιμο,τοποθέτηση,κλιμάκωση,τρέμω, σείω

ρύθμιση,στοίχιση,διάταξη,διάταξη,ταξινόμηση,Διάθεση,σχέδιο,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία

scrambler => συσκευή μπέρδεμα, scrambled eggs => Αυγά σκραμπλ, scrambled => Ομελέτα, scramble => ανακατεύω, scrag-necked => μακρυλαίμης,