Greek Meaning of scrambling
συνωστισμός
Other Greek words related to συνωστισμός
- ρύθμιση
- στοίχιση
- διάταξη
- διάταξη
- ταξινόμηση
- Διάθεση
- σχέδιο
- επένδυση
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- οργάνωση
- ουρά
- ουρά
- περιοχή
- Ρυθμιστικό
- ευθυγράμμιση (προς τα πάνω)
- τακτοποίηση
- ευθυγράμμιση
- κωδικοποίηση
- επιδιόρθωση
- στέκομαι στην ουρά
- συστηματοποιώντας
- περιποίηση
- Μακιγιάζ
- μεθοδικός
- ομορφαίνω (κάτι)
- συστηματοποίηση
Nearest Words of scrambling
Definitions and Meaning of scrambling in English
scrambling (p. pr. & vb. n.)
of Scramble
scrambling (a.)
Confused and irregular; awkward; scambling.
FAQs About the word scrambling
συνωστισμός
of Scramble, Confused and irregular; awkward; scambling.
αναρρίχηση,αναρρίχηση,αύξων,γρατζουνίζοντας,σμήνος,θηλασμός,ξύσιμο,τοποθέτηση,κλιμάκωση,τρέμω, σείω
ρύθμιση,στοίχιση,διάταξη,διάταξη,ταξινόμηση,Διάθεση,σχέδιο,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία
scrambler => συσκευή μπέρδεμα, scrambled eggs => Αυγά σκραμπλ, scrambled => Ομελέτα, scramble => ανακατεύω, scrag-necked => μακρυλαίμης,